δίαιμος

δίαιμος
δίαιμος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει αίμα
2. φρ. «δίαιμον ἀναπτύειν» — φτύνει αίμα, κάνει αιμόπτυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + -αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, σύναιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίαιμον — δίαιμος bloody masc/fem acc sg δίαιμος bloody neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίμους — δίαιμος bloody masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίμων — δίαιμος bloody masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίμῳ — δίαιμος bloody masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιμα — δίαιμος bloody neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιμοι — δίαιμος bloody masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”